- προχειρολογώ
- (ε) αμετ. говорить без предварительной подготовки, импровизировать речь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προχειρολογώ — έω, Ν [προχειρολόγος] μιλώ πρόχειρα, άκριτα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία … Dictionary of Greek
προχειρολογώ — προχειρολόγησα, μιλώ πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία, λέω πράματα αμελέτητα, αυτοσχεδιάζω: Δεν μπορείς να συζητήσεις μαζί του, γιατί πάντα προχειρολογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
προχειρολογία — η, Ν [προχειρολόγος] 1. η ενέργεια τού προχειρολογώ 2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός … Dictionary of Greek
προχειρολόγημα — το, Ν [προχειρολογώ] κάτι που λέχθηκε με προχειρότητα … Dictionary of Greek